- συμμορφή
- ἡ, Α(για ασθένεια) γενική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μορφή «είδος, γένος, ποικιλία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυμμορφή — συμμορφή , συμμορφή common fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορφῶν — συμμορφή common fem gen pl συμμορφόομαι pres part act masc voc sg (doric aeolic) συμμορφόομαι pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) συμμορφόομαι pres part act masc nom sg συμμορφόομαι pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμορφος — η, ο / σύμμορφος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «σύμμορφη απεικόνιση» μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες μσν. σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον 2. παρόμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek
Καραθεοδωρής — Επώνυμο οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, τα μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική και στις επιστήμες. 1. Αλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1833 – 1906). Διπλωμάτης και συγγραφέας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως υπάλληλος στο υπουργείο Εξωτερικών … Dictionary of Greek